-
1 сверху
επίρ.1. επάνω, από πάνω, από το επάνω μέρος (επιφανειακά). || επάνωθεν•масло испортилось только сверху το λίπος χάλασε μόνο πάνω-πάνω.
2. από πάνω, εκ των άνω•вода падает сверху το νερό τρέχει από πάνω•
вид сверху άποψη από πάνω•
смотреть сверху вниз κοιτάζω από πάνω προς τα κάτω.
3. πρόθ. (απλ.) ψηλότερος-сверху дерева ψηλότερος του δέντρου•сверху дома ψηλότερος από το σπίτι.
εκφρ.сверху вниз смотреть – βλέπω αφυψηλού (υπεροπτικά)•сверху донизу – από πάνω ως κάτω•провести линию донизу – τραβώ (σύρω) γραμμή από πάνω ως κάτω•установить централизм сверху донизу – καθιερώνω το συγκεντρωτισμό από πάνω ως κάτω (από το καθοδηγητικό κέντρο ως τη βάση). -
2 разливка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разливка
-
3 вниз
внизнареч κάτω, προς τά κάτω:спуститься \вниз κατεβαίνω, κατέρχομαι· вверх и \вниз πάνω (καί) κάτω, ἄνω καί κάτω· сверху \вниз ἀπό ἐπάνω προς τά κάτω· ◊ плыть \вниз по течению πλέω μέ τό ρεΰμα τοῦ ποταμοῦ, κατεβαίνω τό ποτάμι, κατα-πλεω ποταμόν. -
4 сварка
η συγκόλληση (των μετάλλων)- вольфрамовым электродом в газовой среде - με ηλεκτρόδιο βολφραμίου και προστατευτικό αδρανές αέριοдуговая - в инертном газе - τόξου με προστατευτική ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου- прихваточным швом σημειακή -, το ποντάρισμαручная - διά χειρός, χειρωνακτική -термитная - θερμιτική -, αργιλλιοθερμική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сварка